- εύπακτος
- εὔπακτος, -ον (Α)δωρ. τ., βλ. εύπηκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔπακτος — εὔπᾱκτος , εὔπηκτος well put together masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπηκτος — η, ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, ον) 1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός 2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος 3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα 4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ ἀκίνητος [ενν. ἀήρ] εὐπηκτότερος» … Dictionary of Greek